- στρειδολόγος
- ο устричный садок
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
στρειδολόγος — ο, Ν (στην παράκτια αλιεία) αλιευτικό όργανο κατάλληλο για τη συλλογή στρειδιών και άλλων οστράκων, γαγγάμη. [ΕΤΥΜΟΛ. < στρείδι + λόγος*] … Dictionary of Greek
-λόγος — (AM λόγος) β συνθετικό πολλών παροξύτονων ονομάτων και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που δηλώνουν αυτόν που λέει ό,τι δηλώνει το α συνθετικό (αισχρολόγος «αυτός που μιλάει αισχρά», ευφυολόγος «αυτός που λέει έξυπνα αστεία») ή αυτόν που … Dictionary of Greek
δράγα — και δράγγα και ντράγγα, η 1. βυθοκόρος 2. γαγγάμη, στρειδολόγος. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. drague < (αγγ.) drag «σέρνω»] … Dictionary of Greek